- πυγμομαχία
- πυγμομᾰχία, ἡ,A f.l. for πυγμαχία, EM695.55.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυγμομαχίᾳ — πυγμομαχίᾱͅ , πυγμομαχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμομαχία — ἡ, Α η πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + μαχία (< μαχος < μάχομαι), πρβλ. μαχαιρο μαχία, οπλομαχία] … Dictionary of Greek